ουρεύω

ουρεύω
οὐρεύω (Α) [ούρος (Ι)]
εκτελώ τα καθήκοντα φρουρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορεύω — ὀρεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρεύειν φυλάσσειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλη γρφ. τού ρ. οὐρεύω (< οὖρος [Ι] «φύλακας προστάτης»)] …   Dictionary of Greek

  • ουρείον — οὐρεῑον, τὸ (Α) [ουρεύω] φρούριο …   Dictionary of Greek

  • ωρεύω — Α (δωρ. τ.) (με αιτ.) φροντίζω για κάτι, μεριμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού οὐρεύω* (< οὖρος [Ι] «φύλακας»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”